exility - ορισμός. Τι είναι το exility
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι exility - ορισμός


exility      
n.
Slenderness, fineness, smallness, slimness, diminutiveness, attenuation, exiguousness, exiguity.
Exility      
·adj Smallness; meagerness; slenderness; fineness, thinness.
Exile         
  • Das siebte Kreuz]]''
  • es}}
  • ''[[Jason and Medea]]'', by [[John William Waterhouse]], 1907
  • Exiled [[Klaus Mann]] as Staff Sergeant of the 5th US Army, Italy 1944
  • Rama on the way
  • ''The First Night in Exile'' – This painting comes from a celebrated series illustrating one of Hinduism's great epics, the ''[[Ramayana]]''. It tells the story of prince Rama, who is wrongly exiled from his father's kingdom, accompanied only by his wife and brother.
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Exile, the RPG Games; The Exile; Exile (band); EXILE; Exile (book); Exiles (comics) (disambiguation); Exile III; Exile II; The Exile (book); Exiled (film); Exile (single); Exile (computer game); Exile (computer game series); The Exile (film); Exile the RPG Games; Exile (album); Exile (film); Exile (novel); The Exiles; Exil; Exile (video game series); The Exiles (film); Exiles (album)
·adj Small; slender; thin; fine.
II. Exile ·vt To banish or expel from one's own country or home; to drive away.
III. Exile ·noun The person expelled from his country by authority; also, one who separates himself from his home.
IV. Exile ·noun Forced separation from one's native country; expulsion from one's home by the civil authority; banishment; sometimes, voluntary separation from one's native country.